Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καρφώνω χώνω

См. также в других словарях:

  • καρφώνω — κάρφωσα, καρφώθηκα, καρφωμένος 1. χώνω καρφιά σε ξύλο ή κάποιο σώμα, καθηλώνω: Ο Χριστός καρφώθηκε πάνω στο σταυρό από τους εβραίους. 2. χτυπώ κάποιον με μαχαίρι: Τον κάρφωσε στην πλάτη. 3. καταδίδω: Τον κάρφωσε στην αστυνομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπήγω — και μπήζω και μπήχνω και μπήχτω (Μ μπήγω και σμπήγω και μπήσσω και μπήζω) εισάγω κάτι μέσα σε άλλο ή στο έδαφος ή σε στερεό σώμα με πίεση ή χτύπημα, καρφώνω, χώνω («τού γιου μου αρπάζω το σπαθί στα στήθη της τό μπήγω», Βιζυην.) νεοελλ. 1. τρώγω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»