-
1 забить
забить 1) καρφώνω χώνω \забить ящик καρφώνω το κιβώτιο" \забить гвоздь καρφώνω ( το καρφί) 2) спорт.: \забить гол σημειώνω (или πετυχαίνω) τέρμα, βάζω γκολ* * *1) καρφώνω; χώνωзаби́ть я́щик — καρφώνω το κιβώτιο
заби́ть гвоздь — καρφώνω (το καρφί)
2) спорт.заби́ть гол — σημειώνω ( или πετυχαίνω) τέρμα, βάζω γκολ
-
2 вгонять
вгонятьнесоз.1. (загонять) μπάζω, βάζω μέσα;2. (втыкать, вонзать) разг μπήγω, καρφώνω, χώνω, βυθίζω:\вгонять гвоздь в доску μπήγω καρφί στό σανίδι;3. (доводить до чего-л.) разг κάνω:\вгонять в краску κάνω νά κοκκινίσει; \вгонять в пот κατακουράζω, κάνω κάποιον νά ἰδρώσει; \вгонять в гроб кого-л. ὀδηγω κάποιον στόν τάφο. -
3 вонзать
вонзатьнесов, вонзить сов μπήγω, καρφώνω, χώνω, βυθίζω. -
4 уткнуть
уткну, уткншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уткнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. στηρίζω•уткнуть руки в бока στηρίζω τα χέρια στα πλευρά, στη μέση, στα ισχία.
|| χώνω, βάζω μέσα•-лицо в воротник χώνω το πρόσωπο στον (ανασηκωμένο) γιακά.
|| μτφ. καρφώνω, προσηλώνω•уткнуть глаза на кого-н. καρφώνω τα μάτιασε κάποιον.
2. (διαλκ.) μπήγω• βυθίζω.1. χώνομαι, μπαίνω μέσα.2. μτφ. απορροφούμαι, συγκεντρώνομαι., αφοσιώνομαι, ολοσχερώς.3. προσκρούω, συγκρούομαι,. -
5 вколачивать
вколачиватьнесов, вколотить сов1. μπήγω, ἐμπήγω, χώνω, καρφώνω·2. перен разг βάζω στό κεφάλι μου. -
6 всаживать
всаживатьнесов μπήγω, χώνω, καρφώνω. -
7 втыкать
втыкатьнесов (ἐ)μπήγω, χώνω μέσα, καρφώνω. -
8 забивать
забиватьнесов1. καρφώνω (гвоздь и т. ἡ.)Ι μπήγω, χώνω (сваи и т. п.)·2. (заделывать) φράζω, κλείνω, βουλώνω, στουπώνω·3. (заполнять, засорять) γεμίζω/ φράζω, κλείνω (μετ.) (проход и т. п.)·4. (подавлять, превосходить) разг ὑπερβαίνω, ξεπερνώ·5. спорт.:\забивать гол βάζω γκολ, σημειώνω τό τέρμα· \забивать голову кому́-л. φουσκώνω τά μυαλά κάποιου. -
9 натыкать
См. также в других словарях:
καρφώνω — κάρφωσα, καρφώθηκα, καρφωμένος 1. χώνω καρφιά σε ξύλο ή κάποιο σώμα, καθηλώνω: Ο Χριστός καρφώθηκε πάνω στο σταυρό από τους εβραίους. 2. χτυπώ κάποιον με μαχαίρι: Τον κάρφωσε στην πλάτη. 3. καταδίδω: Τον κάρφωσε στην αστυνομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπήγω — και μπήζω και μπήχνω και μπήχτω (Μ μπήγω και σμπήγω και μπήσσω και μπήζω) εισάγω κάτι μέσα σε άλλο ή στο έδαφος ή σε στερεό σώμα με πίεση ή χτύπημα, καρφώνω, χώνω («τού γιου μου αρπάζω το σπαθί στα στήθη της τό μπήγω», Βιζυην.) νεοελλ. 1. τρώγω… … Dictionary of Greek